δίκερκος

δίκερκος
δί-κερκος, ον,
A with two tails, Ael. NA12.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δίκερκος — η (Α δίκερκος, ον) νεοελλ. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας των βουπρηστιδών αρχ. αυτός που έχει δύο ουρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δίς) + κέρκος, η «ουρά»] …   Dictionary of Greek

  • δίκερκον — δίκερκος with two tails masc/fem acc sg δίκερκος with two tails neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”